επαναστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(13)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐπαναστρέφω]]) [[στρέφω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[πίσω]], το [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[ομιλία]]) [[επανέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (για καιρό) έχω γυρίσματα, [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για ποταμό) [[επιστρέφω]], [[αλλάζω]] [[διεύθυνση]] της κοίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρέφομαι για να επιτεθώ [[εναντίον]] κάποιου («χαλεπὸν oὖv [[ἔργον]] διαιρεῑν, [[ὅταν]] ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] [[ξανά]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> επιβάλλομαι, [[επιβαρύνω]] κάποιον.
|mltxt=(Α [[ἐπαναστρέφω]]) [[στρέφω]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[επανέρχομαι]], [[γυρίζω]] [[πίσω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρέφω]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[πίσω]], το [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[ομιλία]]) [[επανέρχομαι]]<br /><b>2.</b> (για καιρό) έχω γυρίσματα, [[ξαναγυρίζω]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για ποταμό) [[επιστρέφω]], [[αλλάζω]] [[διεύθυνση]] της κοίτης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στρέφομαι για να επιτεθώ [[εναντίον]] κάποιου («χαλεπὸν oὖv [[ἔργον]] διαιρεῖν, [[ὅταν]] ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] [[ξανά]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> επιβάλλομαι, [[επιβαρύνω]] κάποιον.
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐπαναστρέφω) στρέφω
(αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφω
νεοελλ.
στρέφω κάτι προς τα πίσω, το ξαναγυρίζω
μσν.
1. (για ομιλία) επανέρχομαι
2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζω
αρχ.-μσν.
(για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση της κοίτης
αρχ.
1. στρέφομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῖν, ὅταν ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», Αριστοφ.)
2. βγαίνω ξανά στην επιφάνεια
3. επιβάλλομαι, επιβαρύνω κάποιον.