ηνίκα: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡνίκα]] (AM, Α δωρ. τ. [[ἁνίκα]], αιολ. τ. ἄνικα)<br />(χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ'» <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[φορά]], [[οποτεδήποτε]], [[οσάκις]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡνίκ' ἄν» — όταν<br /><b>3.</b> [[οπωσδήποτε]], εν πάση περιπτώσει («[[ἡνίκα]] χρὴ φλεβοτομεῑν», Ορειβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>η</i>-<i>νί</i>-<i>κα</i>. Το <i>η</i>- της λ. εικάζεται ότι ανάγεται σε <i>y</i><i>ā</i>, ενώ το [[μόρφημα]] -<i>νι</i>-, με το <i>ι</i> μακρό, απαντά στο <i>ο</i>-<i>νί</i> (αρκαδ. τ. του <i>όδε</i>) και η [[κατάληξη]] -<i>κα</i> στο [[αυτί]]-<i>κα</i>, στο <i>ό</i>-<i>κα</i> (δωρ. τ. του <i>ότε</i>) και [[αλλού]]].
|mltxt=[[ἡνίκα]] (AM, Α δωρ. τ. [[ἁνίκα]], αιολ. τ. ἄνικα)<br />(χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ'» <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[φορά]], [[οποτεδήποτε]], [[οσάκις]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἡνίκ' ἄν» — όταν<br /><b>3.</b> [[οπωσδήποτε]], εν πάση περιπτώσει («[[ἡνίκα]] χρὴ φλεβοτομεῖν», Ορειβ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>η</i>-<i>νί</i>-<i>κα</i>. Το <i>η</i>- της λ. εικάζεται ότι ανάγεται σε <i>y</i><i>ā</i>, ενώ το [[μόρφημα]] -<i>νι</i>-, με το <i>ι</i> μακρό, απαντά στο <i>ο</i>-<i>νί</i> (αρκαδ. τ. του <i>όδε</i>) και η [[κατάληξη]] -<i>κα</i> στο [[αυτί]]-<i>κα</i>, στο <i>ό</i>-<i>κα</i> (δωρ. τ. του <i>ότε</i>) και [[αλλού]]].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἡνίκα (AM, Α δωρ. τ. ἁνίκα, αιολ. τ. ἄνικα)
(χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ'» Σοφ.)
αρχ.
1. κάθε φορά, οποτεδήποτε, οσάκις
2. φρ. «ἡνίκ' ἄν» — όταν
3. οπωσδήποτε, εν πάση περιπτώσει («ἡνίκα χρὴ φλεβοτομεῖν», Ορειβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < η-νί-κα. Το η- της λ. εικάζεται ότι ανάγεται σε yā, ενώ το μόρφημα -νι-, με το ι μακρό, απαντά στο ο-νί (αρκαδ. τ. του όδε) και η κατάληξη -κα στο αυτί-κα, στο ό-κα (δωρ. τ. του ότε) και αλλού].