ηνίκα
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
Greek Monolingual
ἡνίκα (AM, Α δωρ. τ. ἁνίκα, αιολ. τ. ἄνικα)
(χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ'» Σοφ.)
αρχ.
1. κάθε φορά, οποτεδήποτε, οσάκις
2. φρ. «ἡνίκ' ἄν» — όταν
3. οπωσδήποτε, εν πάση περιπτώσει («ἡνίκα χρὴ φλεβοτομεῖν», Ορειβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < η-νί-κα. Το η- της λ. εικάζεται ότι ανάγεται σε yā, ενώ το μόρφημα -νι-, με το ι μακρό, απαντά στο ο-νί (αρκαδ. τ. του όδε) και η κατάληξη -κα στο αυτί-κα, στο ό-κα (δωρ. τ. του ότε) και αλλού].