συμπαρανέω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανέω]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
|mltxt=Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῖν», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανέω]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῑν», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανέω]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
|mltxt=Α<br />[[κολυμπώ]] [[μαζί]] με κάποιον ή [[κοντά]] σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῖν», <b>Αριστείδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρανέω]] «[[κολυμπώ]] [[κοντά]] σε κάποιον»].
}}
}}

Revision as of 08:45, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρανέω Medium diacritics: συμπαρανέω Low diacritics: συμπαρανέω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΝΕΩ
Transliteration A: symparanéō Transliteration B: symparaneō Transliteration C: symparaneo Beta Code: sumparane/w

English (LSJ)

A swim beside together, τοῖς ἰχθύσι ib.33(51).29; so συμπαρα-νήχομαι, Luc.Tox.20.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανέω: τῷ ἑπομ., τοῖς ἰχθύσι συμπαρανεῖν Ἀριστείδ. τ. 2, σ. 423.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῖν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ μαζί με κάποιον ή κοντά σε κάποιον («τοῑς ἰχθύσι συμπαρανεῖν», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανέω «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].