παρανέω

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανέω Medium diacritics: παρανέω Low diacritics: παρανέω Capitals: ΠΑΡΑΝΕΩ
Transliteration A: paranéō Transliteration B: paraneō Transliteration C: paraneo Beta Code: parane/w

English (LSJ)

(νέω A) swim beside, τῷ σκάφει Luc.DMar.8.2; δελφὶς τῇ γῇ π. Philostr. VA1.23: abs., Ael.NA9.38.

German (Pape)

[Seite 491] fut. -νήσω (s. νέω), dabei anhäufen, ion. auch παρανήω u. παρανηνέω, σῖτον παρενήνεον ἐν κανέοισιν, Od. 1, 147. 16, 51, wie Ap. Rh. 1, 1123. fut. -νευσοῦμαι (s. νέω), daneben, vorbeischwimmen, τῷ σκάφει, Luc. Lexiph. 5.

French (Bailly abrégé)

nager le long de ou au delà de, τινι.
Étymologie: παρά, νέω².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-νέω voorbijzwemmen.

Russian (Dvoretsky)

παρανέω: (fut. παρανευσοῦμαι) плыть рядом (τῷ σκάφει Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

παρανέω: μέλλ. -νεύσομαι, κολυμβῶ πλησίον, τῷ σκάφει Λουκ. Λεξιφάν. 5.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ κοντά σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νέω (Ι) «πλέω, κολυμπώ»].