ενδύω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐνδύω]] και [[ἐνδύνω]]<br />Α και ἐνδυνῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[φορώ]] ενδύματα σε κάποιον, [[ντύνω]] κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με [[χλαμύδα]] κοκκίνην», «ἐνδύουσι [[τὤγαλμα]] τοῦ [[Διός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενδύομαι</i><br />[[φορώ]] τα ενδύματα ή τη [[στολή]] μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον [[πέπλον]]... ἐκεῖνος ἐνδύς»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δένω]] [[βιβλίο]], [[βιβλιοδετώ]], [[ντύνω]] το [[βιβλίο]], («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως [[ένδυμα]] («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επενδύω]], [[ξοδεύω]] σε [[αγορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]] ορμητικά [[κάπου]] («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῑς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]] («τοῦ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδύω]] διά τίνος» — [[γλιστρώ]], [[εισέρχομαι]] αθόρυβα.
|mltxt=(AM [[ἐνδύω]] και [[ἐνδύνω]]<br />Α και ἐνδυνῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[φορώ]] ενδύματα σε κάποιον, [[ντύνω]] κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με [[χλαμύδα]] κοκκίνην», «ἐνδύουσι [[τὤγαλμα]] τοῦ [[Διός]]»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ενδύομαι</i><br />[[φορώ]] τα ενδύματα ή τη [[στολή]] μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον [[πέπλον]]... ἐκεῖνος ἐνδύς»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[δένω]] [[βιβλίο]], [[βιβλιοδετώ]], [[ντύνω]] το [[βιβλίο]], («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως [[ένδυμα]] («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[επενδύω]], [[ξοδεύω]] σε [[αγορά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εισέρχομαι]] ορμητικά [[κάπου]] («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]] («τοῦ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνδύω]] διά τίνος» — [[γλιστρώ]], [[εισέρχομαι]] αθόρυβα.
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐνδύω και ἐνδύνω
Α και ἐνδυνῶ, -έω)
1. φορώ ενδύματα σε κάποιον, ντύνω κάποιον («ενδύει την Αγία Τράπεζα», «ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην», «ἐνδύουσι τὤγαλμα τοῦ Διός»)
2. μέσ. ενδύομαι
φορώ τα ενδύματα ή τη στολή μου («ἐνδύεται ἅπασαν τὴν ἀρχιερατικήν στολήν», «θανάσιμον πέπλον... ἐκεῖνος ἐνδύς»)
μσν.- νεοελλ.
δένω βιβλίο, βιβλιοδετώ, ντύνω το βιβλίο, («οἱ γραμματικοὶ ἐνδύουν τὰ βιβλία»)
αρχ.-μσν.
περιβάλλομαι από, σαν να έχω φορέσει ως ένδυμα («ἐνεδύθημεν δόξαν», «τόλμην ἐνδύεσθαι»)
μσν.
επενδύω, ξοδεύω σε αγορά
αρχ.
1. εισέρχομαι ορμητικά κάπου («οἱ λόγοι οὗτοι ἐνδύονται ταῖς ψυχαῑς τῶν ἀκουόντων»)
2. υφίσταμαι καθίζηση («τοῦ τρίβου παντάπασιν ἐνδεδυκότος»)
3. φρ. «ἐνδύω διά τίνος» — γλιστρώ, εισέρχομαι αθόρυβα.