ὀνάγρινος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνάγρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όναγρος]]<br />([[ιδίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος [[χρῶμα]], τὸ | |mltxt=[[ὀνάγρινος]], -ίνη, -ον (Α) [[όναγρος]]<br />([[ιδίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει το [[χρώμα]] άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος [[χρῶμα]], τὸ νῦν ὀνάγρινον», <b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:05, 27 March 2021
English (LSJ)
η, ον, A like a wild ass, of the colour of a garment, ὑποζώνη BGU717.10 (ii A. D.), cf. Poll.7.56.
German (Pape)
[Seite 344] den wilden Esel betreffend, Poll. 7, 56 von einer Farbe.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνάγρῐνος: -η, -ον, ὁ τοῦ ἀγρίου ὄνου ἢ ὁ ἀνήκων εἰς ὄναγρον, Πολυδ. Ζϳ, 56.
Greek Monolingual
ὀνάγρινος, -ίνη, -ον (Α) όναγρος
(ιδίως για ένδυμα) αυτός που έχει το χρώμα άγριου όνου («κίλλιον ἐσθῆτος χρῶμα, τὸ νῦν ὀνάγρινον», Πολυδ.).