ναυλώνω: Difference between revisions
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(26) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, -όω, Μ και [[ναυλώνω]]) [[ναύλον]]<br /><b>1.</b> (για πλοιοκτήτη) [[παρέχω]] το [[πλοίο]] μου για τη [[μεταφορά]] προσώπων ή φορτίου [[αντί]] χρηματικού ποσού, [[εκμισθώνω]] το [[πλοίο]] μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα | |mltxt=και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, -όω, Μ και [[ναυλώνω]]) [[ναύλον]]<br /><b>1.</b> (για πλοιοκτήτη) [[παρέχω]] το [[πλοίο]] μου για τη [[μεταφορά]] προσώπων ή φορτίου [[αντί]] χρηματικού ποσού, [[εκμισθώνω]] το [[πλοίο]] μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῦν | ||
τες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ενεργ. και το μέσ.) [[ναυλώνω]] και <i>ναυλώνομαι</i><br />[[μισθώνω]] το [[πλοίο]] κάποιου για δική μου [[χρήση]] [[αντί]] χρηματικού ποσού που [[καταβάλλω]] στον πλοιοκτήτη («πλοῑον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το παθ.) (για [[πλοίο]]) παρέχομαι [[αντί]] χρηματικού ποσού για τη [[μεταφορά]] ανθρώπων ή φορτίου. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, -όω, Μ και ναυλώνω) ναύλον
1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῦν
τες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», Πλούτ.)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) ναυλώνω και ναυλώνομαι
μισθώνω το πλοίο κάποιου για δική μου χρήση αντί χρηματικού ποσού που καταβάλλω στον πλοιοκτήτη («πλοῑον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)
νεοελλ.
(το παθ.) (για πλοίο) παρέχομαι αντί χρηματικού ποσού για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου.