δεις: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(8) |
m (Text replacement - "μᾱλλον" to "μᾶλλον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δείς]] ([[δεινός]]), δεν (AM)<br />[[κάποιος]], ο [[δείνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεν</i><br />το [[σώμα]] («μὴ | |mltxt=[[δείς]] ([[δεινός]]), δεν (AM)<br />[[κάποιος]], ο [[δείνα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεν</i><br />το [[σώμα]] («μὴ μᾶλλον τὸ δὲν [[εἶναι]] ἤ τὸ μηδὲν» Δημόκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. απαντά στη γενική <i>δενός</i> σ' ένα δυσνόητο [[χωρίο]] του Αλκαίου «καἰ κ' οὔδεν ἐκ δενὸς γένοιτο» όπου ερμηνεύεται ως «[[τίποτε]]» ή «[[κάτι]]». Ενώ το ουδ. <i>δεν</i> μαρτυρείται στον Δημόκριτο και ερμηνεύεται ως «[[σώμα]]», αντιτιθέμενο στο <i>κενόν</i>. Έχει υποτεθεί ότι ο τ. [[δεις]] ή <i>δεν</i> αποσπάστηκε από τα [[ουδείς]] ή <i>ουδέν</i>, αντίστοιχα]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:15, 27 March 2021
Greek Monolingual
δείς (δεινός), δεν (AM)
κάποιος, ο δείνα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δεν
το σώμα («μὴ μᾶλλον τὸ δὲν εἶναι ἤ τὸ μηδὲν» Δημόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στη γενική δενός σ' ένα δυσνόητο χωρίο του Αλκαίου «καἰ κ' οὔδεν ἐκ δενὸς γένοιτο» όπου ερμηνεύεται ως «τίποτε» ή «κάτι». Ενώ το ουδ. δεν μαρτυρείται στον Δημόκριτο και ερμηνεύεται ως «σώμα», αντιτιθέμενο στο κενόν. Έχει υποτεθεί ότι ο τ. δεις ή δεν αποσπάστηκε από τα ουδείς ή ουδέν, αντίστοιχα].