δείς
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
English (LSJ)
δενός,
A no one or thing, Alc.76.
II something, μὴ μᾶλλον τὸ δὲν ἢ τὸ μηδὲν εἶναι (expld. as = σῶμα, opp. κενόν), Democr.156. (Abstracted from οὐδείς.)
Spanish (DGE)
v. δέν.
French (Bailly abrégé)
neutre δέν, gén. δενός (éol. δένος);
quelqu'un, quelque chose, c. τις.
Étymologie: cf. οὐδείς, μηδείς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
- δείς zie n. δέν.
German (Pape)
δέν, = τίς, Alcaeus bei EM. 639.3; καί κ' οὐδὲν ἐκ δενὸς γένοιτο; Democr. bei Plut. adv. Col. 4 μὴ μᾶλλον τὸ δὲν ἢ τὸ μηδὲν εἶναι, wo δέν erkl. wird σῶμα, μηδὲν – κενόν.
Russian (Dvoretsky)
δείς: n δέν некто, нечто (τὸ δὲν ἢ τὸ μηδέν Democr. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δείς: δέν, ἴδε οὐδεὶς ἐν τέλ.
Greek Monolingual
δείς (δεινός), δεν (AM)
κάποιος, ο δείνα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το δεν
το σώμα («μὴ μᾶλλον τὸ δὲν εἶναι ἤ τὸ μηδὲν» Δημόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά στη γενική δενός σ' ένα δυσνόητο χωρίο του Αλκαίου «καἰ κ' οὔδεν ἐκ δενὸς γένοιτο» όπου ερμηνεύεται ως «τίποτε» ή «κάτι». Ενώ το ουδ. δεν μαρτυρείται στον Δημόκριτο και ερμηνεύεται ως «σώμα», αντιτιθέμενο στο κενόν. Έχει υποτεθεί ότι ο τ. δεις ή δεν αποσπάστηκε από τα ουδείς ή ουδέν, αντίστοιχα].