τυραννώ: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(42) |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τυραννῶ, -έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, -άω, Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[τύραννος]], [[κυβερνώ]] ως [[τύραννος]], [[ασκώ]] [[εξουσία]] τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κυβερνώ]] τυραννικά μια [[χώρα]] ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταπιέζω]], [[βασανίζω]] (α. «τήν τυραννούν πολύ τα [[παιδιά]] της» β. «μη μέ τυραννείς και [[κλαίω]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />γ. «παιδαγωγοὶ... καὶ παιδοτρίβαι | |mltxt=τυραννῶ, -έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, -άω, Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[τύραννος]], [[κυβερνώ]] ως [[τύραννος]], [[ασκώ]] [[εξουσία]] τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (γενικά) [[κυβερνώ]] τυραννικά μια [[χώρα]] ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(μτβ.)</b> [[καταπιέζω]], [[βασανίζω]] (α. «τήν τυραννούν πολύ τα [[παιδιά]] της» β. «μη μέ τυραννείς και [[κλαίω]]», δημ. [[τραγούδι]]<br />γ. «παιδαγωγοὶ... καὶ παιδοτρίβαι τυραννοῦν | ||
τες», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>τυραννιέμαι</i><br />βασανίζομαι<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ.) [[τυραννισμένος]] και <i>τυραγνισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />[[πολύπαθος]], ταλαιπωρημένος, βασανισμένος<br /><b>μσν.</b><br />(με αιτ.) [[πολεμώ]] [[εναντίον]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύραννος]], παρλλ. τ. του [[τυραννεύω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:25, 27 March 2021
Greek Monolingual
τυραννῶ, -έω, ΝΜΑ, και τυραννάω και τυραγνώ, -άω, Ν
1. (αμτβ.) είμαι τύραννος, κυβερνώ ως τύραννος, ασκώ εξουσία τυράννου («Πεισίστρατος... ἐτυράννησε», Ξεν.)
2. (γενικά) κυβερνώ τυραννικά μια χώρα ή έναν λαό («τυραννῆσαι χθονός», Ευρ.)
3. (μτβ.) καταπιέζω, βασανίζω (α. «τήν τυραννούν πολύ τα παιδιά της» β. «μη μέ τυραννείς και κλαίω», δημ. τραγούδι
γ. «παιδαγωγοὶ... καὶ παιδοτρίβαι τυραννοῦν
τες», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. παθ. τυραννιέμαι
βασανίζομαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) τυραννισμένος και τυραγνισμένος, -η, -ο
πολύπαθος, ταλαιπωρημένος, βασανισμένος
μσν.
(με αιτ.) πολεμώ εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος, παρλλ. τ. του τυραννεύω.