Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξειλώ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐξειλῶ, -έω (AM) [[ειλώ]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξειλοῦμαι</i><br />[[ξεφεύγω]] («τὸ [[ψυχάριον]] ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι, [[ξεκόβω]].
|mltxt=ἐξειλῶ, -έω (AM) [[ειλώ]]<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] («ἕκαστον γοῦν
[τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐξειλοῦμαι</i><br />[[ξεφεύγω]] («τὸ [[ψυχάριον]] ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)<br /><b>3.</b> απομακρύνομαι, [[ξεκόβω]].
}}
}}

Revision as of 14:25, 27 March 2021

Greek Monolingual

ἐξειλῶ, -έω (AM) ειλώ
1. ανοίγω («ἕκαστον γοῦν

[τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐξειλοῦμαι
ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)
3. απομακρύνομαι, ξεκόβω.