τροφέας: Difference between revisions
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
(42) |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[τροφεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />αυτός που παρέχει [[τροφή]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γονέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θετός]] [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) [[τροφός]], [[παραμάννα]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου<br /><b>4.</b> αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... [[οὔτε]] τις τροφεὺς | |mltxt=ο / [[τροφεύς]], -έως, ΝΜΑ<br />αυτός που παρέχει [[τροφή]] σε κάποιον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[γονέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θετός]] [[πατέρας]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) [[τροφός]], [[παραμάννα]]<br /><b>3.</b> (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την [[ανατροφή]] κάποιου<br /><b>4.</b> αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... [[οὔτε]] τις τροφεὺς ἡμῖν ἐστίν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[σωματοφύλακας]] ή [[δούλος]]<br /><b>6.</b> [[δάσκαλος]]<br /><b>7.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει [[κάποιος]] («[[τροφέας]] παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)<br /><b>8.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που υποβάλλει [[κάτι]] («πάσης κακίας πανδοκεῑ τε καὶ τροφεῑ», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τροφός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>έας</i> / -<i>εύς</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 27 March 2021
Greek Monolingual
ο / τροφεύς, -έως, ΝΜΑ
αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον
νεοελλ.
συνεκδ. γονέας
αρχ.
1. θετός πατέρας
2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα
3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου
4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον («ἅρματος μὲν οὖν... οὔτε τις τροφεὺς ἡμῖν ἐστίν», Πλάτ.)
5. σωματοφύλακας ή δούλος
6. δάσκαλος
7. (για τόπο) αυτός στον οποίο ανατρέφεται, μεγαλώνει κάποιος («τροφέας παρέδωκε τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν», Αντιφ.)
8. μτφ. αυτός που υποβάλλει κάτι («πάσης κακίας πανδοκεῑ τε καὶ τροφεῑ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφός + κατάλ. -έας / -εύς].