κιννάμωμο: Difference between revisions
ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και κινάμωμο, το (ΑΜ [[κιννάμωμον]] και [[κίνναμον]], Α και [[κινάμωμον]] και [[κίναμον]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]], που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[δαφνίδες]] από τα οποία [[πολλά]] είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά<br /><b>2.</b> το [[μπαχαρικό]] [[κανέλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηδύποτο]] από [[κανέλα]] και [[κονιάκ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μυθικού ινδικού πτηνού που λέγεται ότι κατασκεύαζε τη [[φωλιά]] του από τα ξύλα [[αυτού]] του φυτού («φασὶ δὲ καὶ τὸ κιννὰμωμον [[ὄρνεον]] [[εἶναι]]... καὶ τὸ καλούμενον [[κιννάμωμον]] φέρειν ποθὲν τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]], καὶ τὴν νεοττιὰν ἐξ αὐτοῦ | |mltxt=και κινάμωμο, το (ΑΜ [[κιννάμωμον]] και [[κίνναμον]], Α και [[κινάμωμον]] και [[κίναμον]])<br /><b>1.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]], που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] [[δαφνίδες]] από τα οποία [[πολλά]] είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά<br /><b>2.</b> το [[μπαχαρικό]] [[κανέλα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ηδύποτο]] από [[κανέλα]] και [[κονιάκ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μυθικού ινδικού πτηνού που λέγεται ότι κατασκεύαζε τη [[φωλιά]] του από τα ξύλα [[αυτού]] του φυτού («φασὶ δὲ καὶ τὸ κιννὰμωμον [[ὄρνεον]] [[εἶναι]]... καὶ τὸ καλούμενον [[κιννάμωμον]] φέρειν ποθὲν τοῦτο τὸ [[ὄρνεον]], καὶ τὴν νεοττιὰν ἐξ αὐτοῦ ποιεῖσθαι», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σημιτικής προελεύσεως, <b>[[πρβλ]].</b> εβρ. <i>qinn</i><i>ā</i><i>mon</i>. Η κατάλ. της λ. <i>κιν</i>(<i>ν</i>)<i>άμωμο</i> πιθ. [[κατά]] τον τ. <i>άμωμον</i> ([[ονομασία]] φυτού)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 06:45, 28 March 2021
Greek Monolingual
και κινάμωμο, το (ΑΜ κιννάμωμον και κίνναμον, Α και κινάμωμον και κίναμον)
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια δαφνίδες από τα οποία πολλά είδη έχουν φλοιό και φύλλα αρωματικά
2. το μπαχαρικό κανέλα
νεοελλ.
ηδύποτο από κανέλα και κονιάκ
αρχ.
είδος μυθικού ινδικού πτηνού που λέγεται ότι κατασκεύαζε τη φωλιά του από τα ξύλα αυτού του φυτού («φασὶ δὲ καὶ τὸ κιννὰμωμον ὄρνεον εἶναι... καὶ τὸ καλούμενον κιννάμωμον φέρειν ποθὲν τοῦτο τὸ ὄρνεον, καὶ τὴν νεοττιὰν ἐξ αὐτοῦ ποιεῖσθαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σημιτικής προελεύσεως, πρβλ. εβρ. qinnāmon. Η κατάλ. της λ. κιν(ν)άμωμο πιθ. κατά τον τ. άμωμον (ονομασία φυτού)].