σκύτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
(37)
 
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / σκῡτος, ΝΑ<br />[[δέρμα]] και [[κυρίως]] το κατεργασμένο [[δέρμα]] ζώου, [[βύρσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δερμάτινος]] [[ιμάντας]], [[λουρί]] («ἀπεκτείνατε τοῡτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ)<br /><b>2.</b> [[δερμάτινος]] [[φαλλός]], σκηνικό [[εξάρτημα]] στην αττική [[κωμωδία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκύτη]] βλέπειν ποιήσω» — θα σέ [[δείρω]] με [[μαστίγιο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «[[σκύτη]] [[τέμνω]]» — [[κατασκευάζω]] μαστίγια (Σωκρ. Επιστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. με αρχική σημ. «[[περίβλημα]]» ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>q</i><i>ū</i><i>t</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>qeut</i>- «[[προστατεύω]], [[καλύπτω]], [[κρύβω]]», πιθ. με την [[έννοια]] ότι το [[δέρμα]] [[είναι]] το [[περίβλημα]] του σώματος. Συνδέεται δε με αντίστοιχους τ. [[χωρίς]] προθετικό <i>σ</i>- που σημαίνουν «[[δέρμα]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>cŭtis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ū</i><i>t</i>, αρχ. πρωσ. <i>keutο</i>) και πιθ. με τα: [[κύτος]], [[κεύθω]], [[επισκύνιον]]].
|mltxt=το / σκῡτος, ΝΑ<br />[[δέρμα]] και [[κυρίως]] το κατεργασμένο [[δέρμα]] ζώου, [[βύρσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δερμάτινος]] [[ιμάντας]], [[λουρί]] («ἀπεκτείνατε τοῦτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ)<br /><b>2.</b> [[δερμάτινος]] [[φαλλός]], σκηνικό [[εξάρτημα]] στην αττική [[κωμωδία]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκύτη]] βλέπειν ποιήσω» — θα σέ [[δείρω]] με [[μαστίγιο]] (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «[[σκύτη]] [[τέμνω]]» — [[κατασκευάζω]] μαστίγια (Σωκρ. Επιστ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. με αρχική σημ. «[[περίβλημα]]» ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>q</i><i>ū</i><i>t</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>qeut</i>- «[[προστατεύω]], [[καλύπτω]], [[κρύβω]]», πιθ. με την [[έννοια]] ότι το [[δέρμα]] [[είναι]] το [[περίβλημα]] του σώματος. Συνδέεται δε με αντίστοιχους τ. [[χωρίς]] προθετικό <i>σ</i>- που σημαίνουν «[[δέρμα]]» (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>cŭtis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ū</i><i>t</i>, αρχ. πρωσ. <i>keutο</i>) και πιθ. με τα: [[κύτος]], [[κεύθω]], [[επισκύνιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:15, 28 March 2021

Greek Monolingual

το / σκῡτος, ΝΑ
δέρμα και κυρίως το κατεργασμένο δέρμα ζώου, βύρσα
αρχ.
1. δερμάτινος ιμάντας, λουρί («ἀπεκτείνατε τοῦτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ)
2. δερμάτινος φαλλός, σκηνικό εξάρτημα στην αττική κωμωδία
3. φρ. α) «σκύτη βλέπειν ποιήσω» — θα σέ δείρω με μαστίγιο (Αριστοφ.)
β) «σκύτη τέμνω» — κατασκευάζω μαστίγια (Σωκρ. Επιστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. με αρχική σημ. «περίβλημα» ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα (s)qūt- της ΙΕ ρίζας (s)qeut- «προστατεύω, καλύπτω, κρύβω», πιθ. με την έννοια ότι το δέρμα είναι το περίβλημα του σώματος. Συνδέεται δε με αντίστοιχους τ. χωρίς προθετικό σ- που σημαίνουν «δέρμα» (πρβλ. λατ. cŭtis, αρχ. άνω γερμ. hūt, αρχ. πρωσ. keutο) και πιθ. με τα: κύτος, κεύθω, επισκύνιον].