επεξεργάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπεξεργάζομαι]]) <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεργάζομαι]] πλήρως, [[τελειοποιώ]], [[δίνω]] οριστική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («ἕν δ' ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε [[τέλος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πραγματοποιώ]], [[φέρω]] σε [[πέρας]]<br /><b>3.</b> [[ανιχνεύω]], [[εξετάζω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω» — ξανασκότωσες τον σκοτωμένο, <b>Σοφ.</b>
|mltxt=(AM [[ἐπεξεργάζομαι]]) <b>μσν.-νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατεργάζομαι]] πλήρως, [[τελειοποιώ]], [[δίνω]] οριστική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επεξεργάζομαι]], [[εκτελώ]] [[κάτι]] επί [[πλέον]] («ἕν δ' ἐπεξεργάσατο... τοιοῦτον, ὅ πᾱσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε [[τέλος]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πραγματοποιώ]], [[φέρω]] σε [[πέρας]]<br /><b>3.</b> [[ανιχνεύω]], [[εξετάζω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω» — ξανασκότωσες τον σκοτωμένο, <b>Σοφ.</b>
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπεξεργάζομαι) μσν.-νεοελλ.
1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή
2. εκπονώ
αρχ.
1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ' ἐπεξεργάσατο... τοιοῦτον, ὅ πᾱσι τοῖς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.)
2. πραγματοποιώ, φέρω σε πέρας
3. ανιχνεύω, εξετάζω
4. φρ. «ὀλωλότ' ἄνδρ' ἐπεξειργάσω» — ξανασκότωσες τον σκοτωμένο, Σοφ.