εκπονώ
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐκπονῶ)
δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ.
γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.)
αρχ.
1. ευπρεπίζω, στολίζω
2. διανύω απόσταση ή διάστημα
3. καλλιεργώ
4. εκπαιδεύω, ανατρέφω
5. εκγυμνάζω
6. εκτελώ, περατώνω
7. αποκτώ με κόπο
8. αναζητώ, προσπαθώ να βρω
9. προσπαθώ να αποτρέψω
10. χωνεύω
11. υποβάλλομαι σε σκληρούς κόπους
12. καταβάλλω, κατανικώ.