επισκιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
m (Text replacement - "πνεῡμα" to "πνεῦμα")
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισκιάζω]])<br />[[ρίχνω]] [[σκιά]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[νεφέλη]] ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με την [[υπεροχή]] μου [[κάνω]] άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τον θεό) [[προστατεύω]] («πνεῦμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ [[δύναμις]] τοῦ Ὑψίστου ἐπισκιάσει Σοι», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[εμποδίζω]] κάποιον να δει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]], [[κρύβω]] («οὐδ’ ἐπισκιάζουσι τὴν θωπείαν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπισκιάζομαι</i><br />α) κρύβομαι από εχθρικά ή αδιάκριτα βλέμματα («λαθραῑον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη», <b>Σοφ.</b>)<br />β) έχω ασθενική όραση.
|mltxt=(AM [[ἐπισκιάζω]])<br />[[ρίχνω]] [[σκιά]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[νεφέλη]] ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με την [[υπεροχή]] μου [[κάνω]] άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τον θεό) [[προστατεύω]] («πνεῦμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ [[δύναμις]] τοῦ Ὑψίστου ἐπισκιάσει Σοι», ΚΔ)<br /><b>μσν.</b><br />[[εμποδίζω]] κάποιον να δει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλύπτω]], [[κρύβω]] («οὐδ’ ἐπισκιάζουσι τὴν θωπείαν», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπισκιάζομαι</i><br />α) κρύβομαι από εχθρικά ή αδιάκριτα βλέμματα («λαθραῑον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη», <b>Σοφ.</b>)<br />β) έχω ασθενική όραση.
}}
}}

Revision as of 12:25, 28 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπισκιάζω)
ρίχνω σκιά πάνω σε κάτινεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς», ΚΔ)
νεοελλ.
με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι
αρχ.-μσν.
(για τον θεό) προστατεύω («πνεῦμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπισκιάσει Σοι», ΚΔ)
μσν.
εμποδίζω κάποιον να δει
αρχ.
1. καλύπτω, κρύβω («οὐδ’ ἐπισκιάζουσι τὴν θωπείαν», Λουκιαν.)
2. παθ. ἐπισκιάζομαι
α) κρύβομαι από εχθρικά ή αδιάκριτα βλέμματα («λαθραῑον ὄμμ’ ἐπεσκιασμένη», Σοφ.)
β) έχω ασθενική όραση.