εγγενής: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
(10)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐγγενής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («ἐγγενὴς Θηβαῑος»)<br /><b>2.</b> (για ιδιότητες) [[σύμφυτος]] ή εκ γενετής (α. «[[εγγενής]] [[ανωμαλία]]» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμεν]] ἀγαθοῑς» — [[γιατί]] από το [[φυσικό]] τους [[είναι]] γενναίοι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενής]], από την [[ίδια]] [[γενιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε όλη την [[οικογένεια]] («[[πόνος]] [[ἐγγενής]]», «τἀγγενῆ [[κακά]]»).
|mltxt=-ές (AM [[ἐγγενής]], -ές)<br /><b>1.</b> [[εγχώριος]], [[ντόπιος]] («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)<br /><b>2.</b> (για ιδιότητες) [[σύμφυτος]] ή εκ γενετής (α. «[[εγγενής]] [[ανωμαλία]]» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς [[ἔμεν]] ἀγαθοῑς» — [[γιατί]] από το [[φυσικό]] τους [[είναι]] γενναίοι)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγγενής]], από την [[ίδια]] [[γενιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται σε όλη την [[οικογένεια]] («[[πόνος]] [[ἐγγενής]]», «τἀγγενῆ [[κακά]]»).
}}
}}

Revision as of 12:52, 28 March 2021

Greek Monolingual

-ές (AM ἐγγενής, -ές)
1. εγχώριος, ντόπιος («ἐγγενὴς Θηβαῖος»)
2. (για ιδιότητες) σύμφυτος ή εκ γενετής (α. «εγγενής ανωμαλία» β. «εγγενείς δυσχέρειες» γ. «σφίσιν ἐγγενὲς ἔμεν ἀγαθοῑς» — γιατί από το φυσικό τους είναι γενναίοι)
αρχ.
1. συγγενής, από την ίδια γενιά
2. αυτός που αναφέρεται σε όλη την οικογένειαπόνος ἐγγενής», «τἀγγενῆ κακά»).