πρυμναίος: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(35) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / | |mltxt=-α, -ο / πρυμναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται στην [[πρύμνη]], [[πρυμιός]] (α. «πρυμναίο [[πυροβολείο]]» β. «πρυμναῑα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα πρυμναία</i><br />όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη του πλοίου που βρίσκονται [[προς]] το [[μέρος]] της πρύμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο / πρυμναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που βρίσκεται στην πρύμνη, πρυμιός (α. «πρυμναίο πυροβολείο» β. «πρυμναῑα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμναία
όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη του πλοίου που βρίσκονται προς το μέρος της πρύμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -αῖος].