πολυβλέπων: Difference between revisions

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει πολύ<br /><b>2.</b> (κατ' ευφ.) [[τυφλός]] («[[καθάπερ]] γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῡσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> [[πολύβλεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>βλέπων</i>, μτχ. του [[βλέπω]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατω</i>-<i>βλέπων</i>)].
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βλέπει πολύ<br /><b>2.</b> (κατ' ευφ.) [[τυφλός]] («[[καθάπερ]] γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῦσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>5.</b> [[πολύβλεπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>βλέπων</i>, μτχ. του [[βλέπω]] (<b>πρβλ.</b> <i>κατω</i>-<i>βλέπων</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:00, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβλέπων Medium diacritics: πολυβλέπων Low diacritics: πολυβλέπων Capitals: ΠΟΛΥΒΛΕΠΩΝ
Transliteration A: polyblépōn Transliteration B: polyblepōn Transliteration C: polyvlepon Beta Code: poluble/pwn

English (LSJ)

οντος, A blind (by euphemism), PLond.1821.269.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, Α
1. αυτός που βλέπει πολύ
2. (κατ' ευφ.) τυφλόςκαθάπερ γὰρ τοὺς τυφλοὺς καλοῦσιν oἱ πολλοὶ πολυβλέποντας», Ιωάνν. Χρυσ.)
5. πολύβλεπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βλέπων, μτχ. του βλέπω (πρβλ. κατω-βλέπων)].