μελισσαίος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
m (Text replacement - "αῑον" to "αῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μελισσαῖος, -α, -ον (Α) [[μέλισσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῖος [[οὐλαμός]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελισσαῑον</i><br />[[μελισσοκομείο]], [[μελισσοτροφείο]].
|mltxt=μελισσαῖος, -α, -ον (Α) [[μέλισσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῖος [[οὐλαμός]]», <b>Νίκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μελισσαῖον</i><br />[[μελισσοκομείο]], [[μελισσοτροφείο]].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 28 March 2021

Greek Monolingual

μελισσαῖος, -α, -ον (Α) μέλισσα
1. αυτός που αποτελείται από μέλισσες ή που αφορά στις μέλισσες («μελισσαῖος οὐλαμός», Νίκ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελισσαῖον
μελισσοκομείο, μελισσοτροφείο.