ἀνδραποδιστικός: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(τέχνη)" to "(τέχνη)")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[referente al rapto]], [[del raptar para esclavizar]] ἡ ἀνδραποδιστική (τέχνη) el arte de esclavizar</i>, el arte del mercader de esclavos</i> Pl.<i>Sph</i>.222c<br /><b class="num">•</b>quizá adv. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[referente al rapto]], [[del raptar para esclavizar]] ἡ ἀνδραποδιστική ([[τέχνη]]) el arte de esclavizar</i>, el arte del mercader de esclavos</i> Pl.<i>Sph</i>.222c<br /><b class="num">•</b>quizá adv. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνδραποδιστικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τον ανδραποδισμό.
|mltxt=[[ἀνδραποδιστικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τον ανδραποδισμό.
}}
}}

Revision as of 14:13, 5 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραποδιστικός Medium diacritics: ἀνδραποδιστικός Low diacritics: ανδραποδιστικός Capitals: ΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: andrapodistikós Transliteration B: andrapodistikos Transliteration C: andrapodistikos Beta Code: a)ndrapodistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = -ιστήριος: ἡ-κή (sc. τέχνη) man-stealing, kidnapping, Pl.Sph.222c. Adv., Sup. -ιστικώτατα Eup.396.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰποδιστικός: -ή, -όν, = ἀνδραποδιστήριος: - ἡ ἀνδραποδιστική, δηλ. ἡ τέχνη τοῦ ἀνδραποδίζειν, ἡ σωματεμπορία, Πλάτ. Σοφ. 222C: - Ὑπερθ. ἐπίρρ. ἀνδραποδιστικώτατα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 77 (Πολυδ. Γ΄, 77).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
referente al rapto, del raptar para esclavizar ἡ ἀνδραποδιστική (τέχνη) el arte de esclavizar, el arte del mercader de esclavos Pl.Sph.222c
quizá adv. ἀνδραποδιστικώτατα Eup.396.

Greek Monolingual

ἀνδραποδιστικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει σχέση με τον ανδραποδισμό.