Χειρώνειος: Difference between revisions
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - "of or [[from " to "of or from [[") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=CHeironeios | |Transliteration C=CHeironeios | ||
|Beta Code=*xeirw/neios | |Beta Code=*xeirw/neios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or from [[Cheiron]], X. [[ἕλκος]] a sore like <b class="b2">Cheiron's</b> or [[needing his aid]], [[a malignant]] sore, <span class="bibl">Zen.6.46</span>, Gal.10.1006, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.92</span>, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>14p.451M.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">πάνακες Χειρώνειον</b>, [[elecampane]], [[Inula Helenium]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.11.1</span>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span> 25.32</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b2">Cheiron's all-heal, Hypericum olympicum</b>, Dsc.3.50. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> X. [[ῥίζα]], = [[ἄμπελος ἀγρία]], [[bryony]], Gal.14.186.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Χειρώνειος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Χείρωνα, Χ., [[ἕλκος]], [[ἕλκος]] [[οἷον]] τὸ τοῦ Χείρωνος ἢ τὸ ἔχον ἀνάγκην τῆς βοηθείας καὶ θεραπείας [[αὐτοῦ]], [[ἕλκος]] διαβιβρῶσκον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 92, Παροιμιογρ.· [[πάνακες]] Χειρώνειον, [[εἶδος]] κενταυρίου, (ἢ gentiana) ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰατρικῇ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, Διοσκ. 3. 56· οὕτω, Χείρωνος [[ῥίζα]], Νικάν. Θηρ. 500· καὶ Χειρωνιάς, άδος, ἡ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 8· - [[ἀλλά]], Χειρωνεία [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ βρυωνία, Γαλην., κλπ. | |lstext='''Χειρώνειος''': -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Χείρωνα, Χ., [[ἕλκος]], [[ἕλκος]] [[οἷον]] τὸ τοῦ Χείρωνος ἢ τὸ ἔχον ἀνάγκην τῆς βοηθείας καὶ θεραπείας [[αὐτοῦ]], [[ἕλκος]] διαβιβρῶσκον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 92, Παροιμιογρ.· [[πάνακες]] Χειρώνειον, [[εἶδος]] κενταυρίου, (ἢ gentiana) ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰατρικῇ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, Διοσκ. 3. 56· οὕτω, Χείρωνος [[ῥίζα]], Νικάν. Θηρ. 500· καὶ Χειρωνιάς, άδος, ἡ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 8· - [[ἀλλά]], Χειρωνεία [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ βρυωνία, Γαλην., κλπ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 5 April 2021
English (LSJ)
ον, A of or from Cheiron, X. ἕλκος a sore like Cheiron's or needing his aid, a malignant sore, Zen.6.46, Gal.10.1006, Alex.Aphr.Pr.1.92, Hierocl.in CA14p.451M. II πάνακες Χειρώνειον, elecampane, Inula Helenium, Thphr.HP9.11.1, Plin.HN 25.32. 2 Cheiron's all-heal, Hypericum olympicum, Dsc.3.50. III X. ῥίζα, = ἄμπελος ἀγρία, bryony, Gal.14.186.
Greek (Liddell-Scott)
Χειρώνειος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸν Χείρωνα, Χ., ἕλκος, ἕλκος οἷον τὸ τοῦ Χείρωνος ἢ τὸ ἔχον ἀνάγκην τῆς βοηθείας καὶ θεραπείας αὐτοῦ, ἕλκος διαβιβρῶσκον, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 92, Παροιμιογρ.· πάνακες Χειρώνειον, εἶδος κενταυρίου, (ἢ gentiana) ἐν χρήσει ἐν τῇ Ἰατρικῇ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1, Διοσκ. 3. 56· οὕτω, Χείρωνος ῥίζα, Νικάν. Θηρ. 500· καὶ Χειρωνιάς, άδος, ἡ, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθ.) 3. 8· - ἀλλά, Χειρωνεία ῥίζα εἶναι ἡ βρυωνία, Γαλην., κλπ.