κατήχησις: Difference between revisions
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατήχησις''': -εως, ἡ, διὰ τοῦ ἤχου καταγοήτευσις, [[διδασκαλία]] διὰ ζώσης ἠχηρᾶς φωνῆς· [[καθόλου]], [[διδασκαλία]], Ἱππ. 28. 25, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50, π. Δεινάρχ. 7· διὰ τὴν κ. τῶν συνόντων, διὰ τὴν συγκοινωνίαν | |lstext='''κατήχησις''': -εως, ἡ, διὰ τοῦ ἤχου καταγοήτευσις, [[διδασκαλία]] διὰ ζώσης ἠχηρᾶς φωνῆς· [[καθόλου]], [[διδασκαλία]], Ἱππ. 28. 25, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50, π. Δεινάρχ. 7· διὰ τὴν κ. τῶν συνόντων, διὰ τὴν συγκοινωνίαν μετὰ συντρόφων, ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 89·- παρ’ Ἐκκλ., ἡ [[διδασκαλία]] τῶν κατηχουμένων, ἡ [[διδασκαλία]] τῶν δογμάτων τῆς Χριστ. θρησκείας. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:35, 20 April 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A instruction by word of mouth: generally, instruction, Hp.Praec.13, Cic.Att.15.12.2, D.H. Dem.50, Din.7, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.6, S.E.M.1.7; διὰ τὴν κ. τῶν συνόντων by communication with companions, in bad sense, Chrysipp.Stoic.3.54, cf.55, Gal.5.463. II accompaniment of the monochord by louder instruments which drown its tune, Ptol.Harm.2.12 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1401] ἡ, Ergötzung durch Töne, mündlicher Unterricht, Hippocr., D. Hal. de vi Dem. 50 u. Sp.; bes. in den christlichen Glaubenslehren, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κατήχησις: -εως, ἡ, διὰ τοῦ ἤχου καταγοήτευσις, διδασκαλία διὰ ζώσης ἠχηρᾶς φωνῆς· καθόλου, διδασκαλία, Ἱππ. 28. 25, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 50, π. Δεινάρχ. 7· διὰ τὴν κ. τῶν συνόντων, διὰ τὴν συγκοινωνίαν μετὰ συντρόφων, ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 89·- παρ’ Ἐκκλ., ἡ διδασκαλία τῶν κατηχουμένων, ἡ διδασκαλία τῶν δογμάτων τῆς Χριστ. θρησκείας.
Russian (Dvoretsky)
κατήχησις: εως ἡ (устное) поучение, назидание Zenon ap. Diog. L.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατήχησις -εως, ἡ [κατηχέω] (mondeling) onderwijs. Hp.