λαχανοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λᾰχᾰνοθήκη''': ἡ, [[πινάκιον]] ἢ [[χύτρα]] διὰ λάχανα, Ἐπιστ. Ἀλεξ. τοῦ Μεγ. παρ’ Ἀθην. 11, 784 (ζήτει [[μετὰ]] τὸ 466D)· λαγανοθ- ὕποπτ. Schweigh.
|lstext='''λᾰχᾰνοθήκη''': ἡ, [[πινάκιον]] ἢ [[χύτρα]] διὰ λάχανα, Ἐπιστ. Ἀλεξ. τοῦ Μεγ. παρ’ Ἀθην. 11, 784 (ζήτει μετὰ τὸ 466D)· λαγανοθ- ὕποπτ. Schweigh.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαχανοθήκη]], ἡ (Α)<br />[[πιάτο]] ή [[χύτρα]] για λάχανα.
|mltxt=[[λαχανοθήκη]], ἡ (Α)<br />[[πιάτο]] ή [[χύτρα]] για λάχανα.
}}
}}

Revision as of 11:46, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰχᾰνοθήκη Medium diacritics: λαχανοθήκη Low diacritics: λαχανοθήκη Capitals: ΛΑΧΑΝΟΘΗΚΗ
Transliteration A: lachanothḗkē Transliteration B: lachanothēkē Transliteration C: lachanothiki Beta Code: laxanoqh/kh

English (LSJ)

ἡ, A dish or pot for vegetables, Alex.Magn. ap. Ath.11.784b (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 20] ἡ, Schüssel zum Aufbewahren oder Auftragen von Gemüsen, Ath. XI, 784 b.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνοθήκη: ἡ, πινάκιονχύτρα διὰ λάχανα, Ἐπιστ. Ἀλεξ. τοῦ Μεγ. παρ’ Ἀθην. 11, 784 (ζήτει μετὰ τὸ 466D)· λαγανοθ- ὕποπτ. Schweigh.

Greek Monolingual

λαχανοθήκη, ἡ (Α)
πιάτο ή χύτρα για λάχανα.