καταπαιγμός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπαιγμός''': -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, [[μῶμος]] γὰρ ὁ [[μετὰ]] ψόγου [[καταπαιγμός]].
|lstext='''καταπαιγμός''': -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, [[μῶμος]] γὰρ ὁ μετὰ ψόγου [[καταπαιγμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπαιγμός]], ὁ (Α) [[καταπαίζω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[περίγελως]].
|mltxt=[[καταπαιγμός]], ὁ (Α) [[καταπαίζω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[περίγελως]].
}}
}}

Revision as of 11:50, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαιγμός Medium diacritics: καταπαιγμός Low diacritics: καταπαιγμός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΙΓΜΟΣ
Transliteration A: katapaigmós Transliteration B: katapaigmos Transliteration C: katapaigmos Beta Code: katapaigmo/s

English (LSJ)

ὁ, A mockery, Apollon.Lex. s.v. μωμήσονται.

German (Pape)

[Seite 1367] ὁ, Verspottung, Apoll. I. H. v. μωμήσονται.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαιγμός: -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, μῶμος γὰρ ὁ μετὰ ψόγου καταπαιγμός.

Greek Monolingual

καταπαιγμός, ὁ (Α) καταπαίζω
εμπαιγμός, περίγελως.