μητρογαμία: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητρογᾰμία''': ἡ, ὁ | |lstext='''μητρογᾰμία''': ἡ, ὁ μετὰ τῆς μητρὸς [[γάμος]], Ἰω. Χρυσ. τ. 4, 403, κλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μητρογαμία]], ἡ (Α) [[μητρογάμος]]<br />ο [[γάμος]] κάποιου με τη [[μητέρα]] του. | |mltxt=[[μητρογαμία]], ἡ (Α) [[μητρογάμος]]<br />ο [[γάμος]] κάποιου με τη [[μητέρα]] του. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:52, 20 April 2021
English (LSJ)
ἡ, A incest with one's mother, Sch.Ptol.Tetr.166.
German (Pape)
[Seite 179] ἡ, Ehe mit der Mutter, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
μητρογᾰμία: ἡ, ὁ μετὰ τῆς μητρὸς γάμος, Ἰω. Χρυσ. τ. 4, 403, κλ.
Greek Monolingual
μητρογαμία, ἡ (Α) μητρογάμος
ο γάμος κάποιου με τη μητέρα του.