μιξίαμβος: Difference between revisions
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος | |lstext='''μιξίαμβος''': -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, [[σκωπτικός]], «[[λοίδορος]], μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μιξίαμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με [[σκώμμα]], ο [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | |mltxt=[[μιξίαμβος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με [[σκώμμα]], ο [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ἴαμβος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 April 2021
English (LSJ)
[ῐα], ον, A mixed with satires, satiric, Hsch.
German (Pape)
[Seite 188] mit Jamben, mit Spott gemischt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μιξίαμβος: -ον, ὁ μεμιγμένος μετὰ ἰάμβων, σκωπτικός, «λοίδορος, μεμιγμένος λοιδορίᾳ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μιξίαμβος, -ον (Α)
αυτός που έχει αναμιχθεί με ιάμβους ή με σκώμμα, ο σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ἴαμβος.