περίσκεψις: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περίσκεψις''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀκριβὴς [[ἐξέτασις]], ἡ [[θεωρία]] ἐστὶ [[περίσκεψις]] τοῦ πράγματος Στοβ. Ἐκλογ. 2. 48· οὐ [[μετὰ]] περισκέψεως Στράβ. 195.
|lstext='''περίσκεψις''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀκριβὴς [[ἐξέτασις]], ἡ [[θεωρία]] ἐστὶ [[περίσκεψις]] τοῦ πράγματος Στοβ. Ἐκλογ. 2. 48· οὐ μετὰ περισκέψεως Στράβ. 195.
}}
}}

Revision as of 12:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίσκεψις Medium diacritics: περίσκεψις Low diacritics: περίσκεψις Capitals: ΠΕΡΙΣΚΕΨΙΣ
Transliteration A: perískepsis Transliteration B: periskepsis Transliteration C: periskepsis Beta Code: peri/skeyis

English (LSJ)

εως, ἡ, Delph. παρίσκεψις (q. v.), A consideration, τοῦ πράγματος Eudor. ap. Stob.2.7.2 ; μετά, ἄνευ περισκέψεως, Str.4.4.2, Chrysipp.(?)Stoic.3.115.

German (Pape)

[Seite 591] ἡ, das Umsichsehen, die Umsicht, Untersuchung, Sp., wie Schol. Thuc. 4, 86.

Greek (Liddell-Scott)

περίσκεψις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀκριβὴς ἐξέτασις, ἡ θεωρία ἐστὶ περίσκεψις τοῦ πράγματος Στοβ. Ἐκλογ. 2. 48· οὐ μετὰ περισκέψεως Στράβ. 195.