ἐφέλκυσις: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφέλκῠσις''': -εως, ἡ, ἡ πρὸς ἕλξιν [[δύναμις]], τὸ ἐφελκύειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 6· γραμματ., ἡ τοῦ δὲ [[ἐπέκτασις]] ἢ [[ἐφέλκυσις]] (ὡς ἐν τῷ [[λόχονδε]]) Κραμ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 363, 4. ― ἐφελκυσμός, ὁ, | |lstext='''ἐφέλκῠσις''': -εως, ἡ, ἡ πρὸς ἕλξιν [[δύναμις]], τὸ ἐφελκύειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 6· γραμματ., ἡ τοῦ δὲ [[ἐπέκτασις]] ἢ [[ἐφέλκυσις]] (ὡς ἐν τῷ [[λόχονδε]]) Κραμ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 363, 4. ― ἐφελκυσμός, ὁ, μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Εὐστ. 52. 24. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:10, 20 April 2021
English (LSJ)
εως, ἡ, A attraction, Asp.in EN160.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφέλκῠσις: -εως, ἡ, ἡ πρὸς ἕλξιν δύναμις, τὸ ἐφελκύειν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 6· γραμματ., ἡ τοῦ δὲ ἐπέκτασις ἢ ἐφέλκυσις (ὡς ἐν τῷ λόχονδε) Κραμ. Ἀνέκδ. τ. 1. σ. 363, 4. ― ἐφελκυσμός, ὁ, μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Εὐστ. 52. 24.