ἠπειγμένως: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἠπειγμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐπείγω]], | |lstext='''ἠπειγμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ἐπείγω]], μετὰ σπουδῆς, Σχ. Ἰλ. Γ. 213, Ἐκκλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠπειγμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. <i>ηπειγμένος</i> του [[επείγω]]]. | |mltxt=[[ἠπειγμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. <i>ηπειγμένος</i> του [[επείγω]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ἐπείγω) A hurriedly, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1173] eilend, Schol. Il. 3, 213 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειγμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐπείγω, μετὰ σπουδῆς, Σχ. Ἰλ. Γ. 213, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἠπειγμένως (Α)
επίρρ. γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηπειγμένος του επείγω].