ἠπειγμένως
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ἐπείγω) hurriedly, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1173] eilend, Schol. Il. 3, 213 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἠπειγμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐπείγω, μετὰ σπουδῆς, Σχ. Ἰλ. Γ. 213, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἠπειγμένως (Α)
επίρρ. γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μεσοπαθ. παρακμ. ηπειγμένος του επείγω].