γυναικάνηρ: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[andrógino]], [[afeminado]] γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.
|dgtxt=(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[andrógino]], [[afeminado]] γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γυναικάνηρ]], ο (Α)<br />γυναικωτός, [[θηλυπρεπής]].
|mltxt=[[γυναικάνηρ]], ο (Α)<br />γυναικωτός, [[θηλυπρεπής]].
}}
}}

Revision as of 09:40, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικάνηρ Medium diacritics: γυναικάνηρ Low diacritics: γυναικάνηρ Capitals: ΓΥΝΑΙΚΑΝΗΡ
Transliteration A: gynaikánēr Transliteration B: gynaikanēr Transliteration C: gynaikanir Beta Code: gunaika/nhr

English (LSJ)

[ᾰ], ανδρος, ὁ, A woman-man: dat. pl., γυναικάνδρεσσι Epich.218, cf. Eust.1132.32.

German (Pape)

[Seite 510] -ανδρος, weibischer Mann, Epicharm. bei Schol. Il. 8, 527 γυναικάνδρεσσι.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικάνηρ: ὁ, ἀνὴρ ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, γυναικώδης, θηλυδρίας, δοτ. πληθ. γυναικάνδρεσσι Ἐπίχ. 156 Ahr.

Spanish (DGE)

(γῠναικάνηρ) -άνδρος, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
andrógino, afeminado γυναικάνδρεσσι ποθεινοί Epich.181, cf. Eust.1132.32.

Greek Monolingual

γυναικάνηρ, ο (Α)
γυναικωτός, θηλυπρεπής.