δρώπαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(9)
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ᾰκος, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. acent. δρῶπ-<br /><b class="num">1</b> [[dropacismo]], [[emplasto de pez o cera]], [[ungüento resinoso]] con dif. usos médicos: para producir calor local o como lenitivo, Archig. en Gal.13.217, Archig. en Aët.3.180, Gal.6.416, 18(2).894, ὁ τῶν σωματεμπόρων δ. Dsc.<i>Eup</i>.1.233, cf. Cass.Fel.1, tb. como depilatorio en cosmética, Mart.3.74, 10.65, Aus.93.1, Synes.<i>Calu</i>.12 (<i>bis</i>).<br /><b class="num">2</b> un tipo de [[espada]] Hdn.<i>Epim</i>.24.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. vocalismo ø/P *<i>droH<sup>u̯</sup>2</i>- rel. c. rus. <i>drápaju</i>, s.cr. <i>drápati</i> ‘arañar’, de la misma r. que [[δρέπω]], δρῦς, etc. qq.u.
|dgtxt=-ᾰκος, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. acent. δρῶπ-<br /><b class="num">1</b> [[dropacismo]], [[emplasto de pez o cera]], [[ungüento resinoso]] con dif. usos médicos: para producir calor local o como lenitivo, Archig. en Gal.13.217, Archig. en Aët.3.180, Gal.6.416, 18(2).894, ὁ τῶν σωματεμπόρων δ. Dsc.<i>Eup</i>.1.233, cf. Cass.Fel.1, tb. como depilatorio en cosmética, Mart.3.74, 10.65, Aus.93.1, Synes.<i>Calu</i>.12 (<i>bis</i>).<br /><b class="num">2</b> un tipo de [[espada]] Hdn.<i>Epim</i>.24.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma c. vocalismo ø/P *<i>droH<sup>u̯</sup>2</i>- rel. c. rus. <i>drápaju</i>, s.cr. <i>drápati</i> ‘arañar’, de la misma r. que [[δρέπω]], δρῦς, etc. qq.u.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δρῶπαξ]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για [[αποψίλωση]], αποτριχωτική [[αλοιφή]]<br /><b>2.</b> άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, [[κίναιδος]].
|mltxt=[[δρῶπαξ]], ο (AM)<br /><b>1.</b> [[έμπλαστρο]] από [[πίσσα]] ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για [[αποψίλωση]], αποτριχωτική [[αλοιφή]]<br /><b>2.</b> άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, [[κίναιδος]].
}}
}}

Revision as of 09:59, 20 July 2021

Spanish (DGE)

-ᾰκος, ὁ
• Alolema(s): tb. acent. δρῶπ-
1 dropacismo, emplasto de pez o cera, ungüento resinoso con dif. usos médicos: para producir calor local o como lenitivo, Archig. en Gal.13.217, Archig. en Aët.3.180, Gal.6.416, 18(2).894, ὁ τῶν σωματεμπόρων δ. Dsc.Eup.1.233, cf. Cass.Fel.1, tb. como depilatorio en cosmética, Mart.3.74, 10.65, Aus.93.1, Synes.Calu.12 (bis).
2 un tipo de espada Hdn.Epim.24.
• Etimología: Forma c. vocalismo ø/P *droH2- rel. c. rus. drápaju, s.cr. drápati ‘arañar’, de la misma r. que δρέπω, δρῦς, etc. qq.u.

Greek Monolingual

δρῶπαξ, ο (AM)
1. έμπλαστρο από πίσσα ανακατωμένη με άλλες φαρμακευτικές ουσίες κατάλληλο για αποψίλωση, αποτριχωτική αλοιφή
2. άντρας που φροντίζει υπερβολικά τον καλλωπισμό του δέρματός του, κίναιδος.