ἀγαθουργός: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br />[[que hace el bien]], [[benéfico]] ψυχή Plu.2.1015e, op. κακοποιός Plu.2.370c, cf. 370e, f, ὁ θεῖος ἔρως Procl.<i>in Alc</i>.54, τὸ ἀγαθουργὸν ... ἀπονέμειν ... τοῖς θεοῖς Procl.<i>in R</i>.1.41.6, σειρὰν ἀγαθουργόν Procl.<i>in R</i>.1.97.30, v. [[ἀγαθοεργός]] 2 . | |dgtxt=-όν<br />[[que hace el bien]], [[benéfico]] ψυχή Plu.2.1015e, op. κακοποιός Plu.2.370c, cf. 370e, f, ὁ θεῖος ἔρως Procl.<i>in Alc</i>.54, τὸ ἀγαθουργὸν ... ἀπονέμειν ... τοῖς θεοῖς Procl.<i>in R</i>.1.41.6, σειρὰν ἀγαθουργόν Procl.<i>in R</i>.1.97.30, v. [[ἀγαθοεργός]] 2 .<br /><b class="num">• Etimología:</b> Tal vez de *ἀγαθοοργός como n. de agente. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:10, 20 July 2021
English (LSJ)
v. ἀγαθοεργός.
German (Pape)
[Seite 7] Gutes-, wohlthuend, Plut. da an. procr. e Tim. 7 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθουργός: -όν, συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργός. Πλουτ. 2, 1015Ε. ἐπίρρ. -ουργῶς, Διον. Ἀρεοπ. σ. 102.
French (Bailly abrégé)
c. ἀγαθοεργός.
Spanish (DGE)
-όν
que hace el bien, benéfico ψυχή Plu.2.1015e, op. κακοποιός Plu.2.370c, cf. 370e, f, ὁ θεῖος ἔρως Procl.in Alc.54, τὸ ἀγαθουργὸν ... ἀπονέμειν ... τοῖς θεοῖς Procl.in R.1.41.6, σειρὰν ἀγαθουργόν Procl.in R.1.97.30, v. ἀγαθοεργός 2 .
• Etimología: Tal vez de *ἀγαθοοργός como n. de agente.