ἑλκετρίβων: Difference between revisions
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ωνος, ὁ | |dgtxt=-ωνος, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />[[que arrastra el manto]], [[basto]] mote de un lacedemonio, Pl.Com.132.2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἑλκετρίβων]], ο (Α)<br />αυτός που σέρνει τον τρίβωνα (κοροϊδευτικά για τους Λακεδαιμονίους). | |mltxt=[[ἑλκετρίβων]], ο (Α)<br />αυτός που σέρνει τον τρίβωνα (κοροϊδευτικά για τους Λακεδαιμονίους). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 20 July 2021
English (LSJ)
[ῐ],ωνος, ὁ, A cloak-trailer, nickname of a Laconian, Pl. Com.124.
German (Pape)
[Seite 798] ωνος, ὁ, der Mantelschlepper, Spottname eines Lacedämoniers, Plat. Com. bei Eustrat. ad Arist. Nic. 4, 7.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
• Prosodia: [-ῐ-]
que arrastra el manto, basto mote de un lacedemonio, Pl.Com.132.2.
Greek Monolingual
ἑλκετρίβων, ο (Α)
αυτός που σέρνει τον τρίβωνα (κοροϊδευτικά για τους Λακεδαιμονίους).