αφού: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(σύνδ. χρον. και αιτιολ.)<br /><b>1.</b> (για το [[παρελθόν]]) [[αμέσως]] [[έπειτα]] από [[κάτι]] που συνέβη, από τη [[στιγμή]] που...<br /><b>2.</b> (για το [[μέλλον]]) ύστερα από [[κάτι]] που θα συμβεί<br /><b>3.</b> <b>(αιτιολ.)</b> εφόσον, [[επειδή]], μια και<br /><b>4.</b> (με εναντιωματική σημ.) ενώ, αν και, εφόσον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από [[συνεκφορά]] των <i>αφ</i>' <i>ου</i> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ου</i> (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας <i>ος</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>εξ ου</i>].
|mltxt=(σύνδ. χρον. και αιτιολ.)<br /><b>1.</b> (για το [[παρελθόν]]) [[αμέσως]] [[έπειτα]] από [[κάτι]] που συνέβη, από τη [[στιγμή]] που...<br /><b>2.</b> (για το [[μέλλον]]) ύστερα από [[κάτι]] που θα συμβεί<br /><b>3.</b> <b>(αιτιολ.)</b> εφόσον, [[επειδή]], μια και<br /><b>4.</b> (με εναντιωματική σημ.) ενώ, αν και, εφόσον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από [[συνεκφορά]] των <i>αφ</i>' <i>ου</i> <span style="color: red;"><</span> <i>από</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ου</i> (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας <i>ος</i>) [[πρβλ]]. <i>εξ ου</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:23, 23 August 2021

Greek Monolingual

(σύνδ. χρον. και αιτιολ.)
1. (για το παρελθόν) αμέσως έπειτα από κάτι που συνέβη, από τη στιγμή που...
2. (για το μέλλον) ύστερα από κάτι που θα συμβεί
3. (αιτιολ.) εφόσον, επειδή, μια και
4. (με εναντιωματική σημ.) ενώ, αν και, εφόσον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από συνεκφορά των αφ' ου < από + ου (γεν. της αναφορικής αντωνυμίας ος) πρβλ. εξ ου].