βίσονας: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[βίσων]], -ωνος)<br />ζώο που ανήκει στο [[γένος]] των Αρτιοδάκτυλων θηλαστικών και [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. γερμανικής προέλευσης, η οποία εισήχθη στην Ελληνική πιθ. μέσω του λατ. <i>bison</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. άνω γερμ. <i>wisunt</i>)].
|mltxt=ο (Α [[βίσων]], -ωνος)<br />ζώο που ανήκει στο [[γένος]] των Αρτιοδάκτυλων θηλαστικών και [[είναι]] μεγαλύτερο από το [[βόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. γερμανικής προέλευσης, η οποία εισήχθη στην Ελληνική πιθ. μέσω του λατ. <i>bison</i> ([[πρβλ]]. αρχ. άνω γερμ. <i>wisunt</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Α βίσων, -ωνος)
ζώο που ανήκει στο γένος των Αρτιοδάκτυλων θηλαστικών και είναι μεγαλύτερο από το βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. γερμανικής προέλευσης, η οποία εισήχθη στην Ελληνική πιθ. μέσω του λατ. bison (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. wisunt)].