λάχος
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, (λαχεῖν)
A allotted portion:
1 lot, destiny, Thgn. 592, S.Ant.1303 (so Bothe for λέχος).
2 appointed office, A.Ch.361 (lyr.), Eu.334 (lyr.): pl., ib.310 (anap.), 347, 386 (both lyr.).
II portion obtained by lot, share, Pi.O.7.58, N.10.85, A.Eu.400, X.An. 5.3.9; ἐν τῷ τρίτῳ λάχει = τὸ τρίτον or τρίτως, A.Eu.5; νυκτὸς τρίτατον λάχος = the third portion of the night Mosch.2.2, cf. A.R.1.1082; ἤματος Id.3.1340.—Poet. word, used by X., and found in dialects, τῶν χρημάτων τὸ λάχος IG5(2).262.20 (Mantinea, v B.C.), cf. Schwyzer289.88 (Rhodian, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 20] τό, Loos, Schicksal; ῥηϊδίως φέρειν ἀμφοτέρων τὸ λάχος Theogn. 592; μόριμον λάχος πιμπλάντων χεροῖν Aesch. Ch. 356, vgl. Eum. 5 (ἐν τρίτῳ λάχει, sonst immer nur im nom. u. accus.). 310, γιγνομέναισι λάχη τάδ' ἐφ' ἁμὶν ἐκράνθη 347; vgl. noch Soph. Ant. 1288, wo es conj. für λέχος ist; der durch das Loos bestimmte Anteil, ἔστι σοὶ μὲν τῶν λάχος Pind. N. 10, 85, ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου Ol. 7, 58; τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα Aesch. Eum. 378; auch in Prosa, παρεῖχε δὲ ἡ θεὸς τοῖς σκηνῶσιν τῶν θυομένων λάχος Xen. An. 5, 3, 9; Sp., wie Alciphr. 3, 29; – νυκτὸς ὅτε τρίτατον λάχος ἵσταται, der Teil, Mosch. 2, 2; Ap. Rh. 3, 1340.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
lot :
1 sort, destinée;
2 part assignée par le sort;
3 fonction assignée par le sort;
4 part en gén., partie : ἐν τῷ τρίτῳ λάχει ESCHL dans la 3ᵉ assignation ; particul. division d'un corps de troupes.
Étymologie: R. Λαχ, obtenir ; v. λαγχάνω.
Russian (Dvoretsky)
λάχος: εος (ᾰ) τό λαγχάνω
1 удел, судьба (κλεινόν Soph.);
2 часть, доля (τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων Aesch.);
3 часть, отряд (τὸ τοῦ στρατηγοῦ λ. Xen.);
4 смена, очередь (ἐν τῷ τρίτῳ λάχει Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
λάχος: τό, (λᾰχεῖν) τὸ διὰ κλήρου ὁριζόμενον μερίδιον, Λατ. sors. Ι. τὸ ὡρισμένον ἢ προωρισμένον εἴς τινα, ὁ «κλῆρός» του ἢ μερίς του, ἢ ἡ μοῖρά τινος, Θέογν. 592, Σοφ. Ἀντ. 1303 (οὕτως ὁ Bothe ἀντὶ λέχος)· τὸ ὡρισμένον ἔργον ἢ ὑπούργημά τινος, Αἰσχύλ. Χο. 360, Εὐμ. 334· καὶ ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 310, 347, 386. ΙΙ. μέρος διὰ κλήρου λαμβανόμενον, «κλῆρος», μερίδιον, Πινδ. Ο. 7. 106, Ν. 10. 160, Αἰσχύλ. Εὐμ. 400, Ξεν. Ἀντ. 5. 3, 9., 6. 3, 2· ἐν τῷ τρίτῳ λάχει = τὸ τρίτον ἢ τρίτως, Αἰσχύλ. Εὐμ. 5· νυκτὸς τρίτατον λ., Μόσχ. 2. 2, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1082. Γ. 1340. Ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Ξεν.
English (Slater)
λᾰχος allotted share ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου (O. 7.58) “ἔστι σοι τούτων λάχος” (N. 10.85)
Greek Monolingual
λάχος, τὸ (Α)
1. αυτό που έχει προοριστεί για κάποιον, ο κλήρος, η μοίρα
2. αυτό που παίρνει κάποιος με κλήρο, το μερίδιο («τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα», Αισχύλ.)
3. το έργο που έχει οριστεί σε κάποιον να εκτελέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ- (πρβλ. ἔλαχ-ον, αόρ. του λαγχάνω) + κατάλ. -ος].
Greek Monotonic
λάχος: τό (λαγχάνω), μερίδιο που ορίζεται με κλήρο, Λατ. sors·
I. μερίδιο που έχει ορισθεί σε κάποιον, κλήρος, μοίρα, σε Θέογν., Σοφ.· αξίωμα ή εργασία κάποιου, σε Αισχύλ.
II. μερίδιο που λαμβάνεται με κλήρο, κλήρος, μερίδα, λαχνός, στον ίδ., Ξεν.
Middle Liddell
λαγχάνω
an allotted portion, Lat. sors:
I. one's special lot, portion, destiny, Theogn., Soph.: one's appointed office, Aesch.
II. a portion obtained by lot, a lot, share, portion, Aesch., Xen.