βούτη: Difference between revisions
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[βούτα]] και βούτσα, η (Μ [[βούττη]] και βοῡττις)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] [[κάδος]] για διάφορες χρήσεις, [[φύλαξη]] τυριού, [[μεταφορά]] σταφίδας κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[σκάφη]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] απορριμμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία ( | |mltxt=και [[βούτα]] και βούτσα, η (Μ [[βούττη]] και βοῡττις)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] [[κάδος]] για διάφορες χρήσεις, [[φύλαξη]] τυριού, [[μεταφορά]] σταφίδας κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[σκάφη]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] απορριμμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία ([[πρβλ]]. [[αμίς]], [[βυτίνη]] <b>κ.ά.</b>) Το λατ. <i>buttis</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
και βούτα και βούτσα, η (Μ βούττη και βοῡττις)
1. ξύλινος κάδος για διάφορες χρήσεις, φύλαξη τυριού, μεταφορά σταφίδας κ.λπ.
2. σκάφη
3. δοχείο απορριμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία (πρβλ. αμίς, βυτίνη κ.ά.) Το λατ. buttis είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική].