Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γουργουρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γουργουλίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]]<br /><b>2.</b> (για στενόλαιμα αγγεία) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο [[κατά]] το [[άδειασμα]] του νερού<br /><b>3.</b> (για τα έντερα) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο <i>γουρ</i>-<i>γουρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ελλ. [[βορβορύζω]], <i>κορκορυγέω</i>)].
|mltxt=και [[γουργουλίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]]<br /><b>2.</b> (για στενόλαιμα αγγεία) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο [[κατά]] το [[άδειασμα]] του νερού<br /><b>3.</b> (για τα έντερα) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο <i>γουρ</i>-<i>γουρ</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ελλ. [[βορβορύζω]], <i>κορκορυγέω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

και γουργουλίζω
1. κάνω γαργάρα
2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα του νερού
3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ-γουρ (πρβλ. αρχ. ελλ. βορβορύζω, κορκορυγέω)].