γουργουρίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[γουργουλίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]]<br /><b>2.</b> (για στενόλαιμα αγγεία) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο [[κατά]] το [[άδειασμα]] του νερού<br /><b>3.</b> (για τα έντερα) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο <i>γουρ</i>-<i>γουρ</i> ( | |mltxt=και [[γουργουλίζω]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[γαργάρα]]<br /><b>2.</b> (για στενόλαιμα αγγεία) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο [[κατά]] το [[άδειασμα]] του νερού<br /><b>3.</b> (για τα έντερα) [[παράγω]] ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο <i>γουρ</i>-<i>γουρ</i> ([[πρβλ]]. αρχ. ελλ. [[βορβορύζω]], <i>κορκορυγέω</i>)]. | ||
}} | }} |