γιαγιά: Difference between revisions
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και <b>υποκορ.</b> γιαγιάκα, η<br /><b>1.</b> η [[μητέρα]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας<br /><b>2.</b> (ως [[προσηγορία]] ηλικιωμένων [[γυναικών]] γενικά) σεβαστή [[γριούλα]]<br /><b>3.</b> <b>(σπάν.)</b> η [[αδελφή]] της γιαγιάς, η [[μεγάλη]] [[θεία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μεγάλη]] [[γιαγιά]] ή [[προγιαγιά]]» — η [[μητέρα]] της γιαγιάς, η [[προμάμμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της παιδικής γλώσσας ( | |mltxt=και <b>υποκορ.</b> γιαγιάκα, η<br /><b>1.</b> η [[μητέρα]] του [[πατέρα]] ή της μητέρας<br /><b>2.</b> (ως [[προσηγορία]] ηλικιωμένων [[γυναικών]] γενικά) σεβαστή [[γριούλα]]<br /><b>3.</b> <b>(σπάν.)</b> η [[αδελφή]] της γιαγιάς, η [[μεγάλη]] [[θεία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[μεγάλη]] [[γιαγιά]] ή [[προγιαγιά]]» — η [[μητέρα]] της γιαγιάς, η [[προμάμμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της παιδικής γλώσσας ([[πρβλ]]. αρχ. [[μάμμη]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
και υποκορ. γιαγιάκα, η
1. η μητέρα του πατέρα ή της μητέρας
2. (ως προσηγορία ηλικιωμένων γυναικών γενικά) σεβαστή γριούλα
3. (σπάν.) η αδελφή της γιαγιάς, η μεγάλη θεία
4. φρ. «μεγάλη γιαγιά ή προγιαγιά» — η μητέρα της γιαγιάς, η προμάμμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της παιδικής γλώσσας (πρβλ. αρχ. μάμμη)].