δακρυσταγής: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(8)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δακρυσταγής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στάζω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιμοσταγής]])].
|mltxt=[[δακρυσταγής]] (-οῡς), -ές (Α)<br />αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στάζω]] ([[πρβλ]]. [[αιμοσταγής]])].
}}
}}

Revision as of 08:44, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

δακρυσταγής: -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.

Spanish (DGE)

(δακρυστᾰγής) -ές
lacrimoso, lloroso, γόος Tim.15.100, πόνοι Meth.Symp.291.

Greek Monolingual

δακρυσταγής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -σταγής < στάζω (πρβλ. αιμοσταγής)].