ερίπνους: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐρίπνους, -ουν (Α)<br />αυτός που φυσάει [[δυνατά]], που έχει ισχυρή [[πνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πνοος</i>), τ. στον οποίο απαντά η λ. [[πνοή]] (<span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]) ως β’ συνθετικό (<b>[[πρβλ]].</b> [[ευθύπνους]], <i>ηδύ</i>-<i>πνους</i>)].
|mltxt=ἐρίπνους, -ουν (Α)<br />αυτός που φυσάει [[δυνατά]], που έχει ισχυρή [[πνοή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πνους</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>πνοος</i>), τ. στον οποίο απαντά η λ. [[πνοή]] (<span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]) ως β’ συνθετικό ([[πρβλ]]. [[ευθύπνους]], <i>ηδύ</i>-<i>πνους</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:46, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐρίπνους, -ουν (Α)
αυτός που φυσάει δυνατά, που έχει ισχυρή πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -πνους (< -πνοος), τ. στον οποίο απαντά η λ. πνοή (< πνέω) ως β’ συνθετικό (πρβλ. ευθύπνους, ηδύ-πνους)].