ερειπώνω: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(14) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ερειπῶ, -όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, -όω)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ερείπιο]], [[κατακρημνίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πέφτω]] σε [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ερειπώ</i> [[είναι]] [[νεώτερος]] μεταπλασμένος ενεστώτας του [[ερείπω]], ενώ ο τ. <i>εριπώ</i>, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη [[σύμπτωση]] και [[σύγχυση]] τών <i>ει</i> και <i>ι</i>, σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>εριπ</i>-) του θέματος (<i>ερειπ</i>-) με πιθ. [[επίδραση]] ενός παθ. αορ. <i>ερίπην</i> ( | |mltxt=και ερειπῶ, -όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, -όω)<br />[[κάνω]] [[κάτι]] [[ερείπιο]], [[κατακρημνίζω]], [[καταστρέφω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πέφτω]] σε [[καταστροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ερειπώ</i> [[είναι]] [[νεώτερος]] μεταπλασμένος ενεστώτας του [[ερείπω]], ενώ ο τ. <i>εριπώ</i>, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη [[σύμπτωση]] και [[σύγχυση]] τών <i>ει</i> και <i>ι</i>, σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>εριπ</i>-) του θέματος (<i>ερειπ</i>-) με πιθ. [[επίδραση]] ενός παθ. αορ. <i>ερίπην</i> ([[πρβλ]]. μτχ. <i>εριπέντι</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:49, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ερειπῶ, -όω (AM ἐρειπῶ και ἐριπῶ, -όω)
κάνω κάτι ερείπιο, κατακρημνίζω, καταστρέφω
μσν.
πέφτω σε καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερειπώ είναι νεώτερος μεταπλασμένος ενεστώτας του ερείπω, ενώ ο τ. εριπώ, αν δεν οφείλεται στην πρώιμη σύμπτωση και σύγχυση τών ει και ι, σχηματίστηκε από τη μηδενισμένη βαθμίδα (εριπ-) του θέματος (ερειπ-) με πιθ. επίδραση ενός παθ. αορ. ερίπην (πρβλ. μτχ. εριπέντι)].