ετερόγαμος: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες<br /><b>2.</b> αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερόγαμα</i><br />τα φυτά τών οποίων τα [[άνθη]] ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το μσν. [[ετερόγαμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]], ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο<br / | |mltxt=-η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες<br /><b>2.</b> αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ετερόγαμα</i><br />τα φυτά τών οποίων τα [[άνθη]] ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το μσν. [[ετερόγαμος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]], ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>heterogamous</i> <span style="color: red;"><</span> <i>hetero</i>- ([[πρβλ]]. <i>ετερο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>gamous</i> ([[πρβλ]]. [[γάμος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτερόγαμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ανόμοιους γαμέτες
2. αυτός που γονιμοποιείται με έμμεσο τρόπο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ετερόγαμα
τα φυτά τών οποίων τα άνθη ανήκουν σε δύο διαφορετικά γένη
μσν.
αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ετερόγαμος < ετερο- + γάμος, ενώ το νεοελλ. τ. αποτελεί αντιδάνειο
πρβλ. αγγλ. heterogamous < hetero- (πρβλ. ετερο-) + -gamous (πρβλ. γάμος)].