ετερόφυλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφυλος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[φύλο]], ο [[αλλόφυλος]], ο [[αλλοεθνής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει σε [[είδος]] του οποίου το άρρεν εμφανίζει [[διάπλαση]] διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]], ο [[ανόμοιος]], ο [[ετεροειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλο]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόφυλος]], -ον)<br />αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[φύλο]], ο [[αλλόφυλος]], ο [[αλλοεθνής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει σε [[είδος]] του οποίου το άρρεν εμφανίζει [[διάπλαση]] διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε [[άλλο]] [[είδος]], ο [[ανόμοιος]], ο [[ετεροειδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύλο]]), [[πρβλ]]. <i>αλλό</i>-<i>φυλος</i>, <i>ομό</i>-<i>φυλος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, -ον)
αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής
μσν.- νεοελλ.
βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος του οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο ετεροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φυλος (< φύλο), πρβλ. αλλό-φυλος, ομό-φυλος].