ἑτερόφυλος
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
English (LSJ)
ἑτερόφυλον, of another race or breed, Ael.NA16.27, Scymn. 101; opp. πολίτης, Iamb. VP16.69: generally, differing in kind, πρός τι Dam.Pr.74; of different kinds, Simp. in Ph.890.16.
German (Pape)
[Seite 1051] von einem andern Volk, einer andern Gattung, fremdartig, Ael. H. A. 16, 27; Nicom. arithm. 1, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une autre tribu ou race.
Étymologie: ἕτερος, φυλή.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόφῡλος: -ον, ἀνήκων εἰς ἑτέραν φυλὴν ἤ γένος, Αἰλ. π. Ζ 16. 27, Σκύμν. 101· ἑτέρου εἴδους, Εὐστ. Πονημάτ. 144. 69.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, -ον)
αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής
μσν.- νεοελλ.
βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος του οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν του θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο ετεροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -φυλος (< φύλο), πρβλ. αλλόφυλος, ομόφυλος].