εχθρόφρων: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχθρόφρων]], -ον (Α)<br />([[κατά]] το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φρων</i>, <i>εχέ</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[ἐχθρόφρων]], -ον (Α)<br />([[κατά]] το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, [[δυσμενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρην]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φρων</i>, <i>εχέ</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐχθρόφρων, -ον (Α)
(κατά το ΕΜ) αυτός που έχει εχθρικές διαθέσεις, δυσμενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -φρων (< φρην), πρβλ. ά-φρων, εχέ-φρων].